Ο προληπτικός έλεγχος είναι η καλύτερη μέθοδος γαι την αντιμετώπιση των καρδιοπαθειών, την μείωση της θνησιμότητας ,
την βελτίωση του προσδόκιμου επιβίωσης, τη βελτίωση της ποιότητας ζωής, της μείωσης των εισαγωγών στα νοσοκομεία
και κατά συνέπεια της βελτίωσης του κόστους δαπάνης για την υγεία .
Η πρόληψη πρέπει να γίνεται γαι τους άνδρες άνω των 40 και για τες γυναίκες ανω των 50 ( μετά την εμμηνόπαυση) σύμφωνα με την Ευρωπαική Καρδιολογική Εταιρεία σε τακτική βάση.
Ακόμα σε ορισμένες ομάδες ατόμων που παρουσιάζουν οικογενειακό ιστορικό καρδιοπαθειών, διαβήτη, υπέρταση ,υπερχοληστερολαιμία , κάπνισμα , ο έλεγχος πρέπει να γίνεται πριν των ως άνω αναφερομένων ηλικιών.
Η συχνότητα της καρδιολογικής εξέτασης εξαρτάται απο την κατάσταση της πορείας της υγείας των ατόμων και τους παράγοντες κινδύνου.
Τι περιλαμβάνει η καρδιολογική εξέταση
Η καρδιολογική εξέταση περιλαμβάνει τη λήψη του ιστορικού του ασθενούς και την ανίχνευση τυχόν συμπτωμάτων όπως πχ:
Δύσπνοιας, αισθήματος παλμών, οιδημάτων των κάτω άκρων, συγκοπτικών επισοδίων,προκάρδιου άλγους στην κόπωση ή ηρεμία
Της λήψης του ιστορικού ακολουθεί η κλινική έξέταση
Τον δείκτη μάζας /σώματος
Τη λήψη της Αρτηριακής πίεσης, Τον έλεγχος του σφυγμού και
Την ανίχνευση τυχόν αρρυθμιών, τη λήψη της παλμικής οξυμετρίας,
την ακρόαση της καρδίας (των καρδιακών τόνων τυχόν φυσημάτων)και την αξιολόγηση της ακρόασης ,την ακρόαση των πνευμόνων , τον έλεγχο του σφυροβραχιόνιου δείκτη ,την ανίχνευση τυχον ηπατομεγαλίας και κλινικών σημείων δεξιάς καρδιακής ανεπάρκειας, τον έλεγχος των περιφερικών σφύξεων.
Της κλινικής εξέτασης ακολουθεί ο εργαστηριακός έλεγχος:
Τη διενέργεια
- Ηλεκτροκαρδιογραφήματος
- Υπερηχοκαρδιογραφήματος
- Δοκιμασίας κόπωσης
- Ελέγχος του ρυθμού με Holder Monitor αν απαιτείται
- Έλεγχος της αρτηριακής πίεσης με Holder πίεσης άν απαιτείται
Σε περίπτωση ανάγκης περαιτέρω ελέγχου πχ του καρδιακού ρυθμου και παρεμβάσεων τότε ο ασθενής μπορεί να διενεργήσει ηλεκτροφυσιολογικό έλεγχο προς εντοπισμό της εστίας της αρρυθμίας και να υποβληθεί σε κατάλυση της αρρυθμιογόνου εστίας.
Αν ο ασθενής διαγνωσθεί να πάσχει απο στεφανιαία νόσο τότε ο ασθενής διενεργεί στεφανιαιογραφία προς εντοπισμό της βλάβης στο στεφανιαίο δίκτυο και ακολούθως έιτε ο ασθενής συνεχίζει τη φαρμακευτική του αγωγή, είτε γίνεται αγγειοπλαστική στεφανιαίων είτε παραπέμπεται για επέμβαση αορτοστεφανιαίας παράκαμψης.
Σε περίπτωση που διαγνωσθεί βαλβιδοπάθεια , γίνεται αξιολόγηση της σοβαρότητας της βαλβιδοπάαθειας αρχικά με τον υπέρηχο και ακολούθως με το διοισοφάγειο υπερηχοκαρδιογράφημα και άν ακόμη χρειαστεί και με τη βοήθεια της υπερηχογραφίας φόρτισης και ακολούθως διενεργείται καθετηριασμός για περιτέρω πληροφορίες.Αν η βαλβιδοπάθεια κριθεί ότι χρήζει παρέμβασης τότε είτε αντιμετωπίζεται διαδερμακά ή χειρουργικά σύμφωνα με τες κατευθυντήριες οδηγίεσ της Ευρωπαικής καρδιολογικής Εταιρείας.